πύστιν

πύστιν
πύστις
inquiry
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πύστις — εως, ἡ, Α 1. ερώτηση, εξέταση, έρευνα («κοινὴ γὰρ ἔσται ἡ πύστις ὑπὲρ ἐμοῡ τε καὶ σοῡ», Πλάτ.) 2. καθετί που μαθαίνει κανείς ρωτώντας, πληροφορία, φήμη 3. φρ. «κατὰ πύστιν» σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ τις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”